Διαμεσολάβηση – Μια εναλλακτική μορφή επίλυσης διαφορών.

N

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

ΜΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Mε το Νόμο 3898/2010 εισήλθε στην Ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της Διαμεσολάβησης. Τι είναι όμως η διαμεσολάβηση? Πρόκειται για έναν εξωδικαστικό τρόπο επίλυσης των διαφορών. Ο θεσμός αυτός λειτουργεί με επιτυχία εδώ και πολλές δεκαετίες στις χώρες του εξωτερικού και σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί την πλέον προσφιλή μέθοδο επίλυσης διαφορών μεταξύ δύο μερών. Δύο μέρη τα οποία έχουν μια διαφορά, αντί να λύσουν την διαφορά τους αυτή μεσω της δικαστικής οδού, μπορούν να επιλέξουν την οδό της Διαμεσολάβησης. Σε αυτή μπορούν να υπαχθούν όλες εν γένει οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου στις οποίες τα μέρη «έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς», όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του ν. 3898/2010, δηλαδή εμπορικές, αστικές, εργατικές και οικογενειακές διαφορές. Βέβαια αυτό δεν αποκλείει την προσφυγή ενός μέρους στα Δικαστήρια, η Διαμεσολάβηση αρχικά “παγώνει” κάθε δικαστική ενέργεια, αλλά σε περίπτωση αποτυχίας, τα μέρη δύνανται να προσφύγουν κανονικά ενώπιον των Δικαστηρίων.
Στη Διαμεσολάβηση μετέχουν ο Διαμεσολαβητής, τα μέρη και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. Τα μέρη απο κοινού ή κάποιος τρίτος της επιλογής τους ορίζουν τον Διαμεσολαβητή, αλλά και τον τόπο και χρόνο της διεξαγωγής της διαδικασίας. Όπως ορίζει και το αρθρο 3 του παραπάνω αναφερόμενου νόμου, τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν σε Διαμεσολάβηση πριν ή κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας. Συνήθως ένα εκ των μερών λαμβάνει την πρωτοβουλία για την υπαγωγή της διαφοράς του σε διαμεσολάβηση, αφου πρώτα έχει έρθει σε επαφή (το ίδιο το μερος ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του) με Διαπιστευμένο Διαμεσολαβητή του δημοσίου καταλόγου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ενημερωθεί για όλες τις λεπτομέρειες. Ο Διαμεσολαβητής, αφού ενημερώσει σχετικώς (τρόπος διεξαγωγής, κόστος, χαρακτηριστικά της διαδικασίας), επιβεβαιώνει την πρόθεση του μέρους να υπαχθεί στη Διαμεσολάβηση. Στη συνέχεια επικοινωνεί με το άλλο μέρος ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο του για να τους ενημερώσει αναφορικά με την πρόθεση του πρώτου μέρους αλλα και να εξηγήσει στο μέρος αυτό όλη τη διαδικασία.
Στόχος της Διαμεσολάβησης είναι ο εντοπισμός του κοινού συμφέροντος των μερών και η επίτευξη μιας συμφωνίας απο τα ίδια τα μέρη. Ο ρόλος του Διαμεσολαβητή στη συγκεκριμενη διαδικασία δεν είναι να δίνει κατευθυντήριες γραμμές, να διατυπώνει κρίσεις και απόψεις σχετικά με τη διαφορά, ούτε και να υποδεικνύει λύσεις ή να αποφασίζει για λογαριασμό των μερών. Ο Διαμεσολαβητής λειτουργεί ώς καταλύτης μεταξύ των μερών και χρησιμοποιώντας τις γνώσεις και τις τεχνικές του προσπαθεί να διευκολύνει τα μέρη προκειμένου αυτά να βρούν κοινό τόπο συνεννόησης και να επιλυθεί η διαφορά με τέτοιο τρόπο ώστε και οι δύο να μείνουν ικανοποιημένοι. Στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να επιλέξει για το αν θα κανει συνάντηση με τα μέρη απο κοινού ή με το καθένα ξεχωριστά σε κατ’ιδίαν συναντήσεις προκειμένου να συζητήσουν αναφορικά με το αντικείμενο της διαφοράς και να τα βοηθήσει να απαλλαχθούν απο τη συναισθηματική φόρτιση. Σημειωτέο εδώ ότι η διαδικασία μπορεί να περατωθεί ανα πάσα στιγμή, εφόσον κάποιο μερός εκφράσει αυτή την επιθυμία.
Μετά το πέρας της διαδικασίας Διαμεσολάβησης, συντάσσεται το πρακτικό διαμεσολάβησης, το οποίο περιλαμβάνει το αποτέλεσμα της επιτυχούς συμφωνίας ή της αποτυχίας της διαδικασίας, την αιτία της διαφοράς καθώς και τα στοιχεία που εκ του νόμου αποτελούν ελάχιστο περιεχόμενο αυτού. Επίσης, μετά απο αίτημα ενός εκ των μερών, το πρακτικό αυτό μπορεί να κατατεθεί στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας διεξαγωγής της διαμεσολάβησης και εφόσον υπάρχει αξίωση που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο (αρθ. 904 παρ. 2 περ. γ ΚΠολΔ).
Επειδή η Διαμεσολάβηση είναι ενας νέος για τα ελληνικά δεδομένα θεσμός, είναι λογικό να υπάρχει μια επιφύλαξη απο τους πολίτες. Ο θεσμός όμως αυτός έρχεται να εισάγει στο δικαιικό μας σύστημα αρκετά καινοτόμα στοιχεία, τα οποία είναι προς όφελος του ίδιου του πολίτη.
Βασικά πλεονεκτήματα της Διαμεσολάβησης είναι: η ταχύτητα επίλυσης διαφορών, αφού η διαφορά επιλύεται συνήθως εντός της ίδιας ημέρας και δεν διαρκεί για χρόνια. Το κόστος Διαμεσολάβησης είναι αρκετά χαμηλότερο απ’ότι μια πολυετής δικαστική διαμάχη. Σημαντικό στοιχείο της Διαμεσολάβησης αποτελεί η εχεμύθεια. Η διαμεσολάβηση διεξάγεται σε ιδιωτικό χώρο με την συμμετοχή συγκεκριμένων προσώπων, δεν είναι δημόσια διαδικασία όπως συμβαίνει στα Δικαστήρια και τα μέρη δεσμεύονται να μην αποκαλύψουν οτιδήποτε ειπωθεί κατα τη διάρκεια της Διαδικασίας αυτής. Επομένως τα μέρη νιώθουν πιο άνετα και ελεύθερα να συζητήσουν με τον Διαμεσολαβητή αλλά και με το άλλο μέρος. Επίσης, κατα τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης, τα μέρη δεν εισέρχονται σε αντιδικία (όπως π.χ. συμβαίνει στα δικαστήρια) αλλά σε μια συζήτηση, επομένως είναι δυνατή και η αποκατάσταση–διάσωση–διεύρυνση της σχέσης των μερών.

Χρήστος Σ. Σπηλιόπουλος
Δικηγόρος MSc – Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής
Υποψ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αιγαίου

Αφήστε μια απάντηση